- κατράμι
- bitume
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κατράμι — το (λ. ιταλ.), πίσσα: Ρίξανε κατράμι στο δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατράμι — Παχύρρευστη, βαθύχρωμη, ελαιώδης ουσία με φαινολική οσμή. Είναι μείγμα διαφόρων προϊόντων, όπως οι υδρογονάνθρακες, οι φαινόλες, οι θειούχες και αζωτούχες ενώσεις, καθώς και ποικίλων ποσοτήτων νερού και λεπτότατης σκόνης άνθρακα, η οποία… … Dictionary of Greek
Παλαιό Κατράμι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διομήδειας … Dictionary of Greek
κατραμίζω — [κατράμι] επαλείφω με κατράμι, κατραμώνω … Dictionary of Greek
κατραμώνω — [κατράμι] αλείφω με κατράμι, πισσώνω («κατράμωσε το καράβι για να μη σαπίσει») … Dictionary of Greek
κατράνι — το κατράμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. katran (< ιταλ. catrame). Κατ άλλη άποψη < κατράμι κατά τα τηγάνι, τρυπάνι] … Dictionary of Greek
κατραμάς — και κατρανάς, ο [κατράμι] αυτός που κατασκευάζει και πουλά κατράμι για την επάλειψη πλοίων, τροχοφόρων κ.λπ … Dictionary of Greek
ακατράμωτος — η, ο [κατραμώνω] αυτός που δεν είναι κατραμωμένος, περασμένος με κατράμι, με πίσσα … Dictionary of Greek
κατράμωμα — και κατράνωμα, το [κατραμώνω] επάλειψη ή εμπότιση με κατράμι … Dictionary of Greek
κατραμόπανο — το ύφασμα αλειμμένο με κατράμι που χρησιμοποιείται ως αδιάβροχο επικάλυμμα … Dictionary of Greek
κατραμόχαρτο — το χοντρό αδιάβροχο χαρτί αλειμμένο με κατράμι, πισσόχαρτο … Dictionary of Greek